θυμιατός

θυμιατός
-ή, -ό (ΑΜ θυμιατός, -ή, -όν, Μ και φυμιατός, -ή, -όν, Α και θυμιητός, -ή, -όν) [θυμιώ]
νεοελλ.-μσν.
(το ουδ. και οπανιότ. το αρσ. ως ουσ.) τὸ θυμιατό(ν) και ὁ θυμιατός
το λιβανιστήρι
μσν.
θύμιασμα, δηλ. το μέρος τής εκκλησιαστικής ακολουθίας κατά το οποίο θυμιάζει ο διάκος ή ο ιερέας το εκκλησίασμα
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να κάψει ως θυμίαμα
2. ο ικανός και κατάλληλος να βγάζει καπνό
3. στον πληθ. τὰ θυμιητά
τα θυμιάματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θυμιατός — ο 1. θυμιατό. 2. το θυμίαμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυμιατά — θυμιατός to be burnt as incense neut nom/voc/acc pl θυμιατά̱ , θυμιατός to be burnt as incense fem nom/voc/acc dual θυμιατά̱ , θυμιατός to be burnt as incense fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμιατῶν — θυμιατός to be burnt as incense fem gen pl θυμιατός to be burnt as incense masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμιατόν — θυμιατός to be burnt as incense masc acc sg θυμιατός to be burnt as incense neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμιατοῖς — θυμιατός to be burnt as incense masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμιατοί — θυμιατός to be burnt as incense masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμιατοῦ — θυμιατός to be burnt as incense masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμιατούς — θυμιατός to be burnt as incense masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθυμίατος — ἀθυμίατος, ον (Α) αυτός που δεν αναδίδει αναθυμιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θυμιατὸς < θυμιῶ (= θυμιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • θυμιατικός — θυμιατικός, ή, όν (Α) [θυμιατός] ο κατάλληλος για θυμιάτισμα («θυμιατικά σώματα», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”